- διήθημα
- το (Α διήθημα) [διηθώ]το προϊόν τής διήθησηςνεοελλ.χημ. το καθαρό υγρό που λαμβάνεται μετά τη διήθηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διήθημα — product of sifting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διήθημα — το υγρό από το οποίο έχει αφαιρεθεί κάθε στερεή ουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διηθήματι — διήθημα product of sifting neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διήθηση — Διαδικασία διαχωρισμού στοιχείων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα. Η επεξεργασία αυτή εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. δ. αερίων.Πραγματοποιείται είτε κατευθύνοντας τον αέρα, που περιέχει πολύ λεπτές σκόνες, να περάσει… … Dictionary of Greek
μελιτίνη — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 130 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονας του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται σε απόσταση 44 χλμ. Ν της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σμήνους. * * * η ιατρ. διήθημα καλλιέργειας βρουκέλλας σε ζωμό το οποίο… … Dictionary of Greek
νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… … Dictionary of Greek
περιήθημα — τὸ, Α το διήθημα, ό,τι απομένει μετά τη διήθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἤθημα (< ἠθῶ «στραγγίζω»)] … Dictionary of Greek
ιοντοανταλλάκτες — Στερεές φυσικές ή συνθετικές ουσίες, ουσιαστικά αδιάλυτες, που έχουν τα χαρακτηριστικά ενός οξέος (ανταλλάκτες κατιόντων) ή μιας βάσης (ανταλλάκτες ανιόντων) και χρησιμοποιούνται για την ανταλλαγή ιόντων από διαλύματα ηλεκτρολυτών. Οι ι. μπορεί… … Dictionary of Greek
ορμόνες — Ουσίες που επεξεργάζεται ο ζωικός οργανισμός και οι οποίες όταν εισέρχονται στην αιματική κυκλοφορία μεταφέρονται στα διάφορα όργανα για να διεγείρουν τη λειτουργία τους· οι ο. προορίζονται πράγματι για να ρυθμίζουν την ισορροπία μεταξύ των… … Dictionary of Greek